Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον

См. также в других словарях:

  • πραγματώδης — ῶδες, Α [πρᾶγμα, ατος] 1. ο πραγματοειδής* 2. κουραστικός, ανιαρός, πληκτικός («οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ ὀχληρότερον τὸ καλῶς φρονεῑν τοῡ κακῶς», Φιλόδ.). επίρρ... πραγματωδῶς και πραγματιωδῶς, ΜΑ πράγματι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»